- βάλλομαι
- βάλλομαι, βλήθηκα βλ. πίν. 147——————Σημειώσεις:βάλλομαι : σπανίως χρησιμοποιείται ο αόριστος βλήθηκα, προκειμένου για βολές όπλου.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βάλλομαι — βάλλω throw pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek
αμφίβολος — η, ο (Α ἀμφίβολος, ον) αυτός που βρίσκεται στα όρια τού πιθανού και τού απίθανου, τού δυνατού και τού αδύνατου, αβέβαιος, άδηλος, αόριστος, προβληματικός 2. (για πρόσωπα) αυτός που βρίσκεται σε αμφιβολία, σε αβεβαιότητα, που διστάζει νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
καρδιοβολούμαι — καρδιοβολοῡμαι, έομαι (Α) [καρδιοβόλος] βάλλομαι στην καρδιά, λυπούμαι, πάσχω, υποφέρω ψυχικά … Dictionary of Greek